Πρωταθλήτρια στην παραοικονομία αναδεικνύεται η Ελλάδα, στην οποία το 25% της παραγωγής διακινείται χωρίς παραστατικά, με αποτέλεσμα το κράτος να χάνει έσοδα αρκετών δισεκατομμυρίων ευρώ, τα οποία όχι μόνο θα έφταναν και θα περίσσευαν για την κάλυψη των ετήσιων ελλειμμάτων του κράτους αλλά και θα επέτρεπαν ακόμη και τον μηδενισμό του δημόσιου χρέους μέσα σε λίγα χρόνια.
Τούτο προκύπτει από έρευνα του καθηγητή του Πανεπιστημίου Γιοχάνες Κέπλερτου Λιντς κ. Φρίντριχ Σνάιντερ, στην οποία διατυπώνονται εκτιμήσεις για την έκταση της «μαύρης αγοράς» σε 21 χώρες-μέλη του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της σχετικής μελέτης, η εγχώρια οικονομία έρχεται πρώτη στα αδήλωτα στην Εφορία έσοδα, τα οποία υπολογίζονται στο 25% του ΑΕΠ, ήτοι ανέρχονται σε 65 δισ. ευρώ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στις πρώτες θέσεις της σχετικής κατάταξης βρίσκονται όλες οι μεσογειακές χώρες. Συγκεκριμένα, την Ελλάδα ακολουθούν η Ιταλία με 22%, η Ισπανία με 19,5% και η Πορτογαλία με 19,5% επίσης. Στον αντίποδα, μονοψήφιο ποσοστό παραοικονομίας επί του πραγματικού ΑΕΠ παρουσιάζουν οι ΗΠΑ, η Ελβετία, η Αυστρία, η Ιαπωνία και η Νέα Ζηλανδία. Ο μέσος όρος των 21 χωρών ανέρχεται σε 13,8%, δηλαδή βρίσκεται σχεδόν στο ήμισυ της ελληνικής «μαύρης» αγοράς. Αν υποθέσουμε ότι ο φορολογικός συντελεστής επί των εσόδων ανέρχεται στην Ελλάδα σε 25%, το ελληνικό Δημόσιο χάνει ετησίως πάνω από 15 δισ. ευρώ, ποσό που θα μπορούσε όχι να καλύψει το έλλειμμα του 2008, αλλά και να χρησιμοποιηθεί για την αποπληρωμή μέρους του χρέους της χώρας ή για τη χρηματοδότηση αναπτυξιακών δράσεων.
Το βέβαιον είναι ότι οι ελεγκτικοί μηχανισμοί στη χώρα μας έχουν σοβαρά προβλήματα και παρουσιάζουν σημαντικές δυσλειτουργίες, αφού, όπως δείχνουν τα στοιχεία, το κράτος αδυνατεί να εισπράξει μεγάλο μέρος των φόρων που αναλογούν στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας. Πρόκειται για ένα διαχρονικό πρόβλημα που καμία κυβέρνηση από τη δεκαετία του ΄90 και αργότερα δεν κατάφερε να επιλύσει. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ίδιας μελέτης, το 1990 το ποσοστό της παραοικονομίας έφτανε το 22,6% του ΑΕΠ, για να καταγράψει υψηλό στο 29% στα τέλη της ίδιας δεκαετίας και να διαμορφωθεί γύρω στο 25% την τελευταία τριετία.
Από τη στιγμή λοιπόν που το εκάστοτε οικονομικό επιτελείο αδυνατεί να συλλέξει έσοδα από επιχειρήσεις που φοροδιαφεύγουν, επιβάλλει νέους φόρους για να καλύψει τα ταμειακά ελλείμματα του κράτους, ενώ προχωρεί σε νέο δανεισμό υποθηκεύοντας ουσιαστικά το μέλλον της χώρας. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε μια περίοδο αυξημένου κόστους δανεισμού το ελληνικό Δημόσιο έχει αντλήσει από τις αρχές του 2009 από τις διεθνείς αγορές 56 δισ. ευρώ έναντι 41 δισ. ευρώ τα οποία προβλέπονταν στον προϋπολογισμό για το σύνολο του έτους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το δημόσιο χρέος να σκαρφαλώσει στα 260 δισ. ευρώ και οι τόκοι που θα κληθούμε να καταβάλουμε στα 13 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση.
Απογοητευτικά και ανησυχητικά είναι τα στοιχεία για το δημόσιο έλλειμμα, το οποίο στο πρώτο εξάμηνο του έτους ανήλθε σε 17,8 δισ. ευρώ ή 7,2% του ΑΕΠ. Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τα οποία δείχνουν ότι τα έσοδα είναι χαμηλότερα από τα αντίστοιχα περυσινά στο πρώτο μισό της εφετινής χρονιάς, την ίδια στιγμή που οι δαπάνες «τρέχουν» με ρυθμό άνω του 17%. Υπό αυτές τις συνθήκες, ακόμη και τα εισπρακτικά μέτρα που αποφάσισε η κυβέρνηση και ισχύουν από 1ης Ιουλίου (αύξηση ειδικών φόρων στα καύσιμα, έκτακτη εισφορά στα εισοδήματα, στα σκάφη και στα πολυτελή ΙΧ, νέα φορολογία στα κινητά τηλέφωνα) δεν φαίνονται αρκετά για να σταθεροποιήσουν το έλλειμμα αφού είναι χαμηλής αποδοτικότητας (μόλις 1% του ΑΕΠ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου